ανθρακικός

ανθρακικός
-ή, -ό
αυτός που περιέχει άνθρακα ή προέρχεται απ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον διδάσκαλο του Γένους Άνθιμο Γαζή («ανθρακικό οξύ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθρακικός — ή, ό αυτός που περιέχει άνθρακα ή παράγεται από άνθρακα ή στοιχείο τούτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • αζουρούτιον — ἀζουρούτιον, το (Μ) φυσικός ανθρακικός χαλκός, ο αζουρίτης …   Dictionary of Greek

  • θειανθρακικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από το ανθρακικό οξύ με αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου από άτομο θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + ανθρακικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αναστ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • μεθανθελίνη — η (φαρμ.) βρωμιούχος ανθρακικός εστέρας τού ξανθενίου που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως αντιχολινεργικό …   Dictionary of Greek

  • μινθάνιο — το χημ. αλεικυκλικός υδρογονάνθρακας τού οποίου ο ανθρακικός σκελετός απαντά στη μινθόλη και σε πολλά κυκλικά μονοτερπένια …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”